- βροχθίζω
- βροχθίζω (AM) [βρόχθος]1. καταβροχθίζω, καταπίνω2. καθαρίζω τον λαιμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβροχθίσῃ — σύν βροχθίζω take a mouthful aor subj mid 2nd sg σύν βροχθίζω take a mouthful aor subj act 3rd sg σύν βροχθίζω take a mouthful fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβροχθίζω — (AM καταβροχθίζω) κατατρώω, καταπίνω λαίμαργα (α. «καταβροχθίζει τα ψάρια ωμά σαν τον γλάρο» β. «ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχθίζω «καταπίνω, τρώγω» (< βρόχθος «λαιμός»)] … Dictionary of Greek
μυχθίζω — (Α) 1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος 2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ ίζω και το επίθ. μυχθ ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ … Dictionary of Greek
συμβροχθίζω — Μ καταπίνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βροχθίζω «καταπίνω, καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek